- ἐνδιέβαλλον
- ἐνδιαβάλλωcalumniateimperf ind act 3rd plἐνδιαβάλλωcalumniateimperf ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενδιαβάλλω — ἐνδιαβάλλω (Α) διαβάλλω, κατηγορώ («ἀντί τοῡ ἀγαπᾱν με, ἐνδιέβαλλόν με», ΠΔ.) … Dictionary of Greek